καταχώνιασμα — το [καταχωνιάζω] 1. θάψιμο, χώσιμο 2. απόκρυψη, εξαφάνιση … Dictionary of Greek
κατάχωση — ἡ (AM κατάχωσις, ώσεως) [καταχώνω] το χώσιμο ενός πράγματος βαθιά μέσα στη γη, θάψιμο, καταχώνιασμα … Dictionary of Greek
χώσιμο — και διαλ. τ. χούσιμο, το, Ν 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού χώνω, έμπηξη («οι πάσσαλοι θέλουν καλό χώσιμο») 2. επικάλυψη με χώμα 3. απόκρυψη σε βάθος, καταχώνιασμα 4. ενταφιασμός, θάψιμο 5. (ιδιωμ.) συνουσία. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. χωσ τού αορ.… … Dictionary of Greek
τρύπωμα — το, ατος 1. κρύψιμο, απόκρυψη, καταχώνιασμα: Γλίτωσε η αλεπού με τρύπωμα στη φωλιά της. 2. πρόχειρο και αραιό ράψιμο, βελόνιασμα: Δεν είναι κανονικό ράψιμο, είναι τρύπωμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)